Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Κατάταξη των ανόργανων στοιχείων

Ανόργανα στοιχεία
Τα ανόργανα στοιχεία η ανόργανα άλατα εντοπίζονται στην στάχτη (τέφρα) που απομένει μετά την αποτεφρωτική διαδικασία στην ζωοτροφή. Τα ανόργανα στοιχεία χωρίζονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες:
  • Μακροστοιχεία ή μεγαλοστοιχεία
  • Μικροστοιχεία ή ιχνοστοιχεία
Τα μακροστοιχεία ή μεγαλοστοιχεία συμμετέχουν στην δομή κυττάρων – ιστών του σώματος και απαντώνται σε μεγάλες ποσότητες ενώ τα μικροστοιχεία ή ιχνοστοιχεία βρίσκονται στο σώμα των ζώων και στις τροφές σε μικρές ποσότητες. Επίσης είναι συστατικά αρκετών ζωτικών ουσιών όπως ορμονών, ενζύμων και βιταμινών.
Αντιπρόσωποι των μακροστοιχείων είναι ο φώσφορος(P), το ασβέστιο(Ca), το μαγνήσιο(Mg), το νάτριο(Na), το χλώριο(Cl), το κάλιο(K) και το θείο(S) ενώ των ιχνοστοιχείων είναι ο χαλκός(Cu), ο σίδηρος(Fe), ο ψευδάργυρος(Zn), το ιώδιο(I), το κοβάλτιο(Co), το φθόριο(F), το μαγγάνιο(Mg), το μολυβδαίνιο(Mo), το σελήνιο(Se) και τα νιτρικά άλατα.

Φώσφορος(P) & Ασβέστιο(Ca)
Το ασβέστιο(Ca) βρίσκεται συγκεντρωμένο κατά 98% στα οστά και στα δόντια, κατά 1% στους μαλακούς ιστούς και στο αίμα και κατά 1,5% στο σώμα των ζώων. Απορροφάται από το λεπτό έντερο όπου το pH είναι όξινο και χρησιμεύει στην οστεοποίηση μαζί με τον Φώσφορο. Η στάθμη του ασβεστίου στο αίμα ρυθμίζεται από την παραθορμόνη, καλσιτονίνη, την θυροξίνη και την βιταμίνη D. Πρωτεύοντα λειτουργία του ασβεστίου είναι η ανοικοδόμηση και συντήρηση των οστών. Επίσης βοηθάει στην πήξη του αίματος, στην ενζυμική ενεργοποίηση, στην μετάδοση των νευρικών ερεθισμάτων, στην σύσπαση και στην χαλάρωση των μυών και ιδιαίτερα στους σπασμούς της καρδιάς.
Η έλλειψή του ασβεστίου προκαλεί μειωμένη ποιότητα οστών και δοντιών, στασιμότητα ανάπτυξης και μείωση γαλακτοπαραγωγής.
Η υπερβολική χορήγηση ασβεστίου εκτός ότι μπορεί να δημιουργήσει πέτρα στα νεφρά, δεσμεύει και άλλα ανόργανα στοιχεία προκαλώντας δευτερογενείς ελλείψεις στα ζώα όπως η παρακεράτωση στα χοιρινά (από έλλειψη Zn) και πήρωση στα πτηνά (από την έλλειψη Mn).
Τροφές πλούσιες σε ασβέστιο είναι τα χόρτα των ψυχανθών (μηδική) και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Ο φώσφορος(P) βρίσκεται συγκεντρωμένος κατά 80% στα οστά και στα δόντια, κατά 20% στους μαλακούς ιστούς και στο αίμα και κατά 1% στο σώμα των ζώων.
Η έλλειψη του Φωσφόρου προκαλεί ανορεξία, αδυναμία και αλλοτριοφαγία. Επίσης όταν η περιεκτικότητά του στο σιτηρέσιο είναι χαμηλότερη από 0,2% δημιουργούνται παθολογικά προβλήματα.
Τροφές πλούσιες σε φώσφορο είναι τα πίτυρα των σιτηρών καρπών και η βαμβακόπιτα.
Η έλλειψη Φωσφόρου και Ασβεστίου προκαλεί ραχίτιδα, οστεοπόρωση, οστεομαλάκυνση και επιλόχειος σπαστική παράλυση.

Ο εφοδιασμός του ζωικού οργανισμού με Ca και P εξαρτάται:
  • Από τη περιεκτικότητά τους στο σιτηρέσιο
  • Από τη παρουσία της βιταμίνης D3 και
  • Από την σχέση Ca/P=2-1,5. Η περίσσεια ασβεστίου δημιουργεί κατακρήμνιση του φωσφόρου, μη δυνάμενου να χρησιμοποιηθεί.

Εκτός από τις ζωοτροφές, οι συνηθισμένες πηγές φωσφόρου και ασβεστίου στο σιτηρέσιο είναι το φωσφορικό μονασβέστιο ( Ca(H2PO4)2 με περιεκτικότητα Ca17% P22,3%), φωσφορικό διασβέστιο (CaHPO4 με περιεκτικότητα Ca25% P18%) και η μαρμαρόσκονη (CaCO3) με περιεκτικότητα Ca38,5%) δηλαδή ανθρακικό ασβέστιο.
Πρακτικά σε μονάδες αιγοπροβάτων όπου χορηγούνται μόνο καρποί ή συμπύκνωμα σε αραιά διαστήματα ή φύραμα υποβαθμισμένης ποιότητας, συνίσταται η ακόλουθη δοσολογία σε περιπτώσείς προβλημάτων από έλλειψη ασβεστίου και φωσφόρου.

Στα 1000 κιλά φυράματος:
  • Φωσφορικό Μονασβέστιο 5 κιλά
  • Μαρμαρόσκονη 10 κιλά

Σόδα
Όσο η γαλακτοπαραγωγή των μηρυκαστικών αυξάνεται, το σιτηρέσιο θα πρέπει να προσαρμόζεται για να συναντά ανάγκες περισσότερων θρεπτικών συστατικών. Το υψηλό επίπεδο συμπυκνωμένων ζωοτροφών όμως για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα δυσλειτουργία του μηρυκασμού (π.χ. τυμπανισμοί). Η ιδέα ενός σιτηρεσίου που θα μεγιστοποιούσε την πρόσληψη ξηράς ουσίας, συντηρεί πιστά και αισιόδοξα ένα ιδανικό περιβάλλον μηρυκασμού. Αυτό θα ενεργοποιούσε την απορρόφηση της οργανικής ουσίας, θα ανέβαζε την παραγωγή της μικροβιακής πρωτεϊνοσύνθεσης και των πτητικών λιπαρών οξέων. Επίσης θα εφοδίαζε την κυκλοφορία των επιθυμητών θρεπτικών συστατικών στους προοριζόμενους ιστούς.
Τα μηρυκαστικά έχουν ένα πολύπλοκο οξεοβασικό ρυθμιστικό περιβάλλον στην μεγάλη κοιλία με το pH να κυμαίνεται από 5,5 έως 7. Εάν το pH δεν είναι το προβλεπόμενο, η πρόσληψη της ξηράς ουσίας θα μειωθεί, η οξέωση θα προκαλέσει προβλήματα υγείας και η μικροβιακή απόδοση σε πρωτεΐνη και ενέργεια θα πέσει. Η προσθήκη σταθεροποιητών για να ελέγξουμε το pH της μεγάλης κοιλίας, θα δικαιώσει την κακή διαχείριση και τους παράγοντες που δημιουργούν περιβάλλον χαμηλού pH. Η επιτυχημένη εφαρμογή των σταθεροποιητών όπως η σόδα, συμβάλει στην μεγαλύτερη πρόσληψη τροφής και στην αύξηση της γαλακτοπαραγωγής.

Συγκεκριμένα σόδα συμβάλει:
  • Στη ρύθμιση του pH στην μεγάλη κοιλία
  • Στη βελτίωση του μηρυκασμού
  • Στις απότομες διατροφικές αλλαγές
  • Στη μειωμένη ποιότητα ενσιρώματος
  • Στη βελτίωση της σύνθεσης του γάλακτος
  • Στην καλύτερη αφομοίωση της τροφής
  • Στη βελτίωση της όρεξης
  • Στη βελτίωση της πέψης των συμπυκνωμένων τροφών

Χημικά οι σταθεροποιητές είναι συνδυασμός ασθενών οξέων και αλάτων τα οποία σε διάλυμα αντιστέκονται στις αλλαγές του pH. Η διτανθρακική σόδα (NaHCO3) είναι άσπρο κρυσταλλικό συστατικό το οποίο παράγεται από την στάχτη της σόδας. Το pH του διαλύματος διτανθρακικής σόδας συγκέντρωσης 1% είναι 8,4 και σταθεροποιεί το pH της μεγάλης κοιλίας στο 6,2. Η διτανθρακική σόδα είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη με αρκετή ερευνητική εμβάθυνση.
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των παραπάνω συνίσταται η ακόλουθη δοσολογία.

Στα 1000 κιλά φυράματος:
  • Σόδα 2 – 4 κιλά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου