Η
αιγοπροβατοτροφία
(µικρά
µηρυκαστικά)
αποτελεί παραδοσιακά
έναν από
τους δυναμικότερους
κλάδους στη χώρα µας,
συμβάλλοντας
κατά 18% περίπου
στο συνολικό αγροτικό εισόδημα.
Η παραγωγική αυτή
κατεύθυνση στηρίχθηκε στους άφθονους
φυσικούς πόρους και προσαρμόστηκε
στις ιδιαίτερες κλιματολογικές
και εδαφολογικές συνθήκες της πατρίδας
µας.
Το αίγειο και
πρόβειο κρέας και γάλα είναι δύο βασικές
κατηγορίες προϊόντων µε
µεγάλη
οικονοµική
σηµασία
κι αποτελούν τις κυριότερες πηγές του
αγροτικού εισοδήµατος
των κατοίκων των ορεινών και µειονεκτικών
περιοχών. Αξίζει
να σηµειωθεί
ότι ίσως το δυνατότερο σηµείο
του τοµέα
είναι η υψηλή ποιότητα του παραγόµενου
κρέατος, ως
αποτέλεσµα
µιας
σειράς παραµέτρων
που χαρακτηρίζουν την ελληνική
πραγµατικότητα
όπως το εκτατικό σύστηµα
εκτροφής, οι
εγχώριες φυλές και οι χορηγούµενες
ζωοτροφές.
Είναι
γνωστό ότι η ζωική παραγωγή για την χώρα
μας έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, και
συμβάλει κατά 18% στο αγροτικό εισόδημα
και αξιοποιεί ορεινές – μειονεκτικές
εκτάσεις που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν
διαφορετικά. Το αίγειο και πρόβειο γάλα
είναι οι κυριότερες πηγές αγροτικού
εισοδήματος των κατοίκων αυτών των
περιοχών και μας δίνει πολύτιμα προϊόντα
- τρόφιμα μεγάλης βιολογικής αξίας.
Η
αιγοπροβατοτροφία στο σύνολο δεν έχει
εσταβλισµένη
µορφή
αλλά εκτατική,
γεγονός που
δηµιουργεί
προβλήµατα
σε σχέση µε
τη διαχείριση των κοινόχρηστων βοσκοτόπων.
Η
διατροφή τους στηρίζεται κατά µεγάλο
ποσοστό στους φυσικούς βοσκότοπους
(λιβάδια),
οι οποίοι αποτελούν
περίπου το 40% της
συνολικής έκτασης της χώρας.
Τα περισσότερα
λιβάδια (περίπου
85%) βρίσκονται
σε ορεινές και ηµιορεινές
περιοχές, και
τα περισσότερα από τα µισά
(57%) είναι
κοινόχρηστα.
Ο
κύριος όγκος της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας
αποτελείται γενικώς από ανομοιογενή
ποίμνια τα οποία απαρτίζονται από
διαφορετικές φυλές. Ο συνολικός αριθμός
των εγχωρίων προβάτων εκτρέφονται σε
αμιγή δεν υπερβαίνει τα 700.000 κεφάλια
από τις 26 συνολικά ελληνικές φυλές, οι
έξι έχουν εξαφανιστεί, ενώ οι υπόλοιπες
έχουν κύρια κατεύθυνση την γαλακτοπαραγωγή,
συνδυασμένη με την παραγωγή κρέατος
αμνού και εριφίου και λίγο με την παραγωγή
μαλλιού. Ο συνολικός πληθυσμός στην
Ελλάδα είναι περίπου 13,6 εκατομμύρια
κεφάλια, από τα οποία το 90% είναι κυρίως
διασταυρώσεις μεταξύ των διαφορετικών
ελληνικών φυλών (Σιαδάς 2007)
Η
εξέλιξη του ζωικού κεφαλαίου προβάτων
και αιγών στην χώρα µας
φαίνεται στον
Πίνακα
4.
Συνολικός
αριθµός ζώων χιλιάδες κεφάλια
|
|||||||
Είδος | 1991(1) | 2000(1) | 2001(2) | 2002(2) | 2003(2) | 2004(2) | 2005(3) |
Αίγες | 5.188 | 5327 | 5666 | 5468 | 5.117 | 5.209 | 4.821 |
Πρόβατα | 8269 | 8753 | 9.127 | 8858 | 9326 | 8.913 | 9040 |
ΣΥΝΟΛΟ | 13.457 | 14.066 | 14.793 | 14.326 | 14.443 | 14.122 | 13.861 |
(Στοιχεία
Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος
(ΕΣΥΕ):(1)Απογραφή,(2)Δειγµατοληπτική
Έρευνα,
(3)
Προσωρινά
Στοιχεία).
Η
ασήµαντη
αυτή αύξηση του ζωικού κεφαλαίου
αποδίδεται στους παρακάτω
λόγους:
- Στην συνταξιοδότηση και εγκατάλειψη από πολλούς παλαιούς κτηνοτρόφους του επαγγέλµατος.
- Στην ανυπαρξία διάδοχης κατάστασης ιδίως από νέους κτηνοτρόφους.
- Στην εφαρµογή από το 1993 και πέραν, των Ανώτατων Ατοµικών Ορίων (ΑΑΟ) δικαιωµάτων στην πριµοδότηση των επιλέξιµων προβατίνων και αιγών
- Στις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν οι κτηνοτρόφοι και ειδικά οι αιγοπροβατοτρόφοι στην άσκηση του επαγγέλµατός τους (πχ. Καθεστώς βοσκοτόπων, έλλειψη υποδοµών κλπ.).
- Στην έλλειψη συλλογικών οργανώσεων των αιγοπροβατοτρόφων.
- Στην πολύ µεγάλη µείωση του αριθµού των εκµεταλλεύσεων µε 1-9 ζώα.
- Στην έλλειψη σύνδεσης του πρωτογενή τοµέα µε τη µεταποίηση και εµπορία του προβείου και αιγείου κρέατος.
Η
παγκόσµια παραγωγή κρέατος προβλέπεται
να υπερδιπλασιαστεί από τα 229
εκατοµµύρια
τόνους το 1999/2001 σε 465 εκατοµµύρια τόνους
το 2050.
Η
Ε.Ε είναι ο δεύτερος µεγαλύτερος παραγωγός
προβείου και αιγείου κρέατος
παγκοσµίως
µετά την Κίνα. Το πρόβειο κρέας είναι
το κύριο προϊόν του τοµέα σε επίπεδο
Ε.Ε, ενώ για τη χώρα µας είναι το γάλα.
Η
εκτροφή προβάτων για παραγωγή κρέατος
παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για τις
βόρειες χώρες της Ε.Ε, όπου τα πρόβατα
εκτρέφονται σχεδόν αποκλειστικά για
το σκοπό αυτό, όσο και για τις νότιες
χώρες. Στη Νότια Ευρώπη, η εκτροφή αιγών
συνδέεται σχεδόν εξ ολοκλήρου µε την
παραγωγή γάλακτος και το βάρος των
εριφίων που απογαλακτίζονται και
παχύνονται διαφέρει, ακολουθώντας
παρόµοια πρότυπα µε εκείνα των αµνών
από αγέλες προβάτων γαλακτοπαραγωγής
2.2
Οικονοµική σηµασία της Ελληνικής
αιγοπροβατοτροφίας
Στον
τομέα της προβατοτροφίας υπάρχουν
μεγάλα αποθέματα ζωοτεχνικής γνώσης
στη χώρα τα οποία είναι αναγκαίο να
αξιοποιηθούν. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι
στο μέλλον ο προβατοτρόφος θα έχει να
εξασκήσει το επάγγελμά του σε ένα
λιγότερο προστατευτικό και περισσότερο
ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αυτό επιτείνει
την αναγκαιότητα αξιοποίησης της
υφιστάμενης επιστημονικής γνώσης και
τεχνογνωσίας για την αύξηση της
παραγωγικότητας των ποιμνίων, τη βελτίωση
των παραγόμενων προϊόντων και τη μείωση
του κόστους παραγωγής, ώστε να αυξηθεί
η παραγωγή, να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
των προϊόντων και να αυξηθεί το εισόδημα
Ο τοµέας
της αιγοπροβατοτροφίας,
όπως προαναφέρθηκε,
είναι ο σηµαντικότερος
τοµέας
της Ελληνικής κτηνοτροφίας για τους
εξής λόγους:
- Με τον κλάδο αυτόν ασχολούνται περίπου 110.000 εκμεταλλεύσεις µε πάνω από 10 ενήλικα ζώα, σύµφωνα µε στοιχεία του ΟΣΔΕ .
- Αποτελεί σηµαντική, αν όχι την κυριότερη, πηγή εισοδήµατος για τις
περισσότερες
ορεινές, νησιωτικές
και µε
ειδικά προβλήµατα
(µειονεκτικές)
περιοχές της χώρας
µας.
- Παράγει σηµαντικά για τη διατροφή του πληθυσµού προϊόντα (γάλα-κρέας).
- Παρέχει την πρώτη ύλη (γάλα και κρέας) σε µεγάλο αριθµό µεταποιητικών βιοµηχανιών τροφίµων (γαλακτοβιοµηχανίες, τυροκοµεία, σφαγεία).
- Αποτελεί κύρια πηγή εισροών και κονδυλίων (µόνο(µόνο από τις επιδοτήσεις των επιλέξιµων προβατίνων και αιγών καταβλήθηκαν το 2005 στους δικαιούχους περίπου 240 εκατοµµύρια € από 100% κοινοτικούς πόρους).
- Η αξία των προϊόντων του κλάδου αντιπροσωπεύει το 7,5 % της συνολικήςΑκαθάριστης Αξίας της Γεωργικής Παραγωγής της χώρας µας και το 31,85 % της συνολικής Ακαθάριστης Αξίας της Ζωικής Παραγωγής, σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΣΥΕ (2004).
Είναι
βέβαιο ότι οι παράγοντες αυτοί θα
διαμορφώσουν στο μέλλον ένα λιγότερο
προστατευτικό και περισσότερο
ανταγωνιστικό περιβάλλον εξάσκησης
του επαγγέλματος του προβατοτρόφου και
θα αυξήσουν τις πιέσεις για τη βελτίωση
της παραγωγικότητας του κλάδου. Η χαμηλή
παραγωγικότητα του κλάδου οφείλεται
σε παράγοντες που έχουν σχέση:
(α)
με το χαμηλό γενετικό δυναμικό των
εκτρεφόμενων ζώων,
(β)
το μικρό μέγεθος των ποιμνίων,
(γ)
την προμήθεια και τη χρήση των ζωοτροφών,
(δ)
τις απώλειες από ζωονόσους,
(ε)
την έλλειψη επαρκούς υποδομής για την
εμπορία των παραγόμενων προϊόντων,
(ζ)
την επίπονη εργασία κάτω από αντίξοες
συνθήκες.
Όπως
προκύπτει από τα προηγούμενα, πολλά από
τα προβλήματα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν
με τη σωστή αξιοποίηση των αποθεμάτων
ζωοτεχνικής γνώσης που υπάρχει στην
Ελλάδα.
Ο
κλάδος της προβατοτροφίας είναι
σημαντικός από οικονομική και κοινωνική
άποψη επειδή:
(α)προμηθεύει
τον ελληνικό λαό με βασικά προϊόντα,
(β)μετέχει
με υψηλό ποσοστό στην ακαθάριστη αξία
της ζωικής παραγωγής,
γ)αξιοποιεί
τους τεράστιους σε έκταση βοσκοτόπους
της χώρας, (δ) εξασφαλίζει εισόδημα σε
χιλιάδες οικογένειες.
Η
µεγάλη
οικονοµική
σηµασία
της αιγοπροβατοτροφίας έγκειται στην
παραγωγή µεγάλων
ποσοτήτων ποικίλων προϊόντων κυρίως
γάλακτος (1,1
εκατοµµύρια
τόνους, κρέατος
(110-120
χιλιάδες τόνοι,
πίνακας 6),
µαλλιού και δέρµατος
αλλά και στην στήριξη των άφθονων και
φτηνών φυσικών πόρων (κυρίως
βοσκότοπους) µικρών
δυνατοτήτων για εναλλακτική αξιοποίηση.
3.
Μεταποίηση-τυποποίηση
Η
συµµετοχή
της ελληνικής κτηνοτροφίας στην αγροτική
παραγωγή είναι
δυσανάλογα
µικρή
σε σχέση µε
τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης
σε κρέας και γαλακτοκοµικά
προϊόντα Μονάδες
επεξεργασίας γάλακτος
Στη
χώρα µας
υπολογίζεται ότι 250.000
χιλιάδες οικογένειες
απασχολούνται στον τοµέα
ως κτηνοτρόφοι ή και µεταποιητές.
Την πρώτης ύλης
σ. αυτούς
παρέχει η αιγοπροβατοτροφία και για το
λόγο αυτό θεωρείται ότι είναι η σπονδυλική
στήλη της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Υπάρχουν
περιοχές,
όπως π.χ.
τα Καλάβρυτα,
που το 95%
των κατοίκων και
της οικονοµίας
της περιοχής βασίζεται
στην
αιγοπροβατοτροφία και στην παραγωγή
φέτας,που
είναι Προστατευµένης
Ονοµασίας
Προέλευσης (ΠΟΠ).
Τα
περισσότερα τυριά ΠΟΠ
(φέτα,
κασέρι,
γραβιέρα,
ανθότυρο κλπ.)
παράγονται από
πρόβειο ή αίγειο και πρόβειο γάλα,
για το λόγο αυτό
είναι απαραίτητη η ανάπτυξη του τοµέα.
Ωστόσο,
παρότι έχουν ήδη
καλυφθεί οι ανάγκες ίδρυσης τυροκοµείων
και γενικότερα µονάδων
επεξεργασίας γάλακτος .
παραγωγής
γαλακτοκοµικών
προϊόντων (εξαιρουµένων
αυτών για την παραγωγή βιολογικών
προϊόντων και προϊόντων ΠΟΠ)
κρίνεται αναγκαίος
ο εκσυγχρονισµός
αρκετών από τις µονάδες
αυτές.
Υπάρχουν
4 κύρια
κανάλια διάθεσης του αιγείου και προβείου
γάλακτος από τους
παραγωγούς:
- σε τοπικό ιδιωτικό τυροκοµείο
- σε συνεταιριστικό τυροκοµείο
- σε µεγάλη βιοµηχανία
- σε ιδιωτική κατανάλωση
Παραγωγή και χρήση αιγείου και προβείου
γάλακτος
Στην
χώρα µας παράγονται περίπου 630.000 τόνοι
προβείου και 420.000 τόνοι γίδινου
γάλακτος, από τους οποίους το 90 % του
προβείου και το 80,0% του γίδινου
τυροκοµείται. Το ύψος της παραγωγής
γάλακτος διαµορφώνεται ανάλογα µε το
γενετικό δυναµικό των παραγωγικών ζώων,
τη φυσιολογική λειτουργία του ζώου
(ηµερήσια παραγωγή γάλακτος), τη διατροφή,
τις συνθήκες που ιαµορφώνουν το
περιβάλλον στο οποίο διαβιούν και
πραγµατοποιούν τις αποδόσεις τους
(διακύµανση από έτος σε έτος) κι επίσης
από τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου.
Η
γαλακτοπαραγωγή κυµαίνεται3 από 90 έως
240 κιλά για τα πρόβατα και από 100 έως 370
κιλά για τις αίγες. Οι περισσότερες
γαλακτοπαραγωγικές φυλές έχουν γαλακτική
περίοδο διάρκειας 200-230 ηµερών, ενώ η
συνήθης διάρκεια της γαλακτικής περιόδου
είναι 160-180 ηµέρες.
Κατά
την περίοδο 1981-1995 αυξήθηκε και ο αριθµός
των παραγωγικών ζώων (αιγών και προβάτων)
στη χώρα µας, όπως επίσης και οι παραγόµενες
ποσότητες γάλατος. Η αύξηση αυτή στην
παραγωγή του αιγείου γάλακτος ήταν της
τάξης του 13,6% και προβείου 7%.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου