Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ


Για την ολοκληρωμένη μελέτη της εξέλιξης της εγχώριας αγροτικής παραγωγής πρέπει να εξεταστούν τα στοιχεία του όγκου παραγωγής και της εδαφικής απόδοσης, της έκτασης των εκμεταλλεύσεων και της διάρθρωσής τους με βάση την έκταση και την κερδοφορία, όπως αυτή εξετάζεται μέσω του ΤΑΚ, ανά βασικό προϊόν. Επιπλέον είναι σκόπιμο να εξεταστεί η παραγωγή ανά διοικητική περιφέρεια της χώρας για τα βασικά προϊόντα και η διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Σημαντική είναι η εξέταση των στοιχείων για την εξέλιξη εισαγωγών με βάση την προέλευσή τους και εξαγωγών με βάση τον προορισμό, στα βασικά διατροφικά προϊόντα, αλλά και για τα αγροτικά προϊόντα που αποτελούν σημαντική πρώτη ύλη για τη μεταποιητική βιομηχανία, καθώς και ο βαθμός κάλυψης των εγχώριων διατροφικών και λοιπών αναγκών. Μια τέτοια ολοκληρωμένη παρουσίαση ξεπερνά όμως την έκταση και τους σκοπούς ενός άρθρου συνοπτικής παρουσίασης της εξέλιξης της αγροτικής παραγωγής. Κατά συνέπεια στη συνέχεια παρατίθενται συνοπτικά οι εξελίξεις στον όγκο παραγωγής των βασικών προϊόντων, η εξέλιξη στην αυτάρκεια των βασικών προϊόντων και η συμμετοχή των περιφερειών στην παραγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων.

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΣΤΟΝ ΟΓΚΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Η εφαρμογή της ευρωενωσιακής ΚΑΠ επιδρά στην εξέλιξη του όγκου και της διάρθρωσης της αγροτικής παραγωγής. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η συρρίκνωση της παραγωγής σε μια σειρά προϊόντων, καθώς από το 2007 έχει αλλάξει ο τρόπος καταβολής επιδοτήσεων και έχει αποδεσμευτεί από τον όγκο παραγωγής με συνέπεια το 70% του συνόλου της επιδότησης να καταβάλλεται με βάση την έκταση και το 30% με βάση τον όγκο παραγωγής της καλλιέργειας. Ταυτόχρονα η εφαρμογή των ποσοστώσεων οδηγεί σε άμεση καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων κάτι που απεικονίζεται περίτρανα στην τεράστια μείωση της παραγωγής ζάχαρης, η οποία επιβλήθηκε στη βάση εμπορικών συμφωνιών των ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γερμανία-Γαλλία) με τη Βραζιλία για την εισαγωγή ζάχαρης.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης την επίδραση που έχει ο έλεγχος της αγοράς αγροτικών πρώτων υλών και εφοδίων από τα μονοπώλια, χωρίς να έχει ακόμα αυτή αποτυπωθεί στατιστικά, στον όγκο παραγωγής στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της. Από το φθινόπωρο του 2011 η γενική τάση είναι να μη χορηγούνται επί πιστώσει πρώτες ύλες και εφόδια στους φτωχούς και μεσαίους αγρότες.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε συνοπτικά την εξέλιξη της παραγωγής σε βασικές καλλιέργειες και προϊόντα από το 1981 μέχρι το 2009. Επικεντρώνουμε στις αροτραίες καλλιέργειες, διακρίνοντας περαιτέρω σε σιτηρά και σε λοιπές αροτραίες καλλιέργειες, στις λοιπές καλλιέργειες (Κηπευτικές, Δενδρώδεις, Αμπελουργία), στο κρέας και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Παραθέτουμε επίσης ορισμένα επικαιροποιημένα συγκεντρωτικά στοιχεία όπως καταγράφονται σε σχετική έκθεση της ΠΑΣΕΓΕΣ για το 2010.

Σιτηρά

Οσον αφορά συγκεκριμένα τα σιτηρά, προκύπτει η διαχρονικά σημαντική μείωση του όγκου παραγωγής από 5.361.700 τόνους το 1981 σε 4.098.100 το 201028, δηλαδή μείωση κατά 23,6%, εμφανίζοντας βεβαίως έντονες διακυμάνσεις, όπως για παράδειγμα η παραγωγή του 2009. Παρατηρείται όμως σημαντική ενίσχυση της στρεμματικής απόδοσης των καλλιεργειών σιτηρών από 331 κιλά/στρέμμα το 1981 σε 403 κιλά/στρέμμα το 2010, περισσότερο σημαντική για την καλλιέργεια σίκαλης, βρώμης, αραβοσίτου και ρυζιού, αν και βρίσκεται σε κάμψη μετά το 2000.
Οσον αφορά την παραγωγή των διαφορετικών ειδών σιτηρών, περιορίζεται σημαντικά η παραγωγή μαλακού σίτου στο 20% της παραγωγής του 1981, αντίθετα ενισχύεται, όχι όμως ανάλογα, η παραγωγή σκληρού σίτου. Εμφανίζεται σημαντική αύξηση στην παραγωγή αραβοσίτου, λιγότερο σημαντική στην παραγωγή ρυζιού και βρώμης, ενώ περιορίζεται, στο εύρος της περιόδου 1981 -2010, η παραγωγή κριθαριού, παρότι μετά το 2003 ενισχύεται σταθερά.
Προκύπτει η διαχρονική μείωση του όγκου παραγωγής σιτηρών έως και το 2007 που είναι η χρονιά κατά την οποία η παραγωγή τους φτάνει στο ελάχιστο σημείο της από το 1981 και αντίστοιχα κορυφώνεται η εξέλιξη των εισαγωγών. Ωστόσο η παραγωγή κάνει άλμα κατά το 2009, επανερχόμενη στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 1990, αλλά μειώνεται το αμέσως επόμενο έτος (2010). Μένει να αποδειχτεί κατά πόσο η τάση αυτή θα διατηρηθεί, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραγωγή σιτηρών επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις των τιμών στις διεθνείς αγορές πρώτων υλών και τροφίμων, κατά συνέπεια και η ΚΑΠ με τις δεσμεύσεις που επιβάλλει.
Οσον αφορά την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης29 προκύπτει ότι το ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό έως και το 1995 (βαθμός αυτάρκειας 105,2%), ενώ μετά από αυτό το χρονικό σημείο η εγχώρια κατανάλωση πλέον καλύπτεται μόνο μέσω των εισαγωγών. Η εγχώρια κατά κεφαλή κατανάλωση αυξάνεται από το 1981 έως και το έτος 2007 (σχεδόν κατά 80%) και αποκλιμακώνεται στη συνέχεια. Ενδεικτικά κατά το έτος 2007 ο βαθμός κάλυψης των εγχώριων αναγκών έφτασε μόλις το 63,5%, ενώ εκτοξεύεται το 2009 στο 86,8% λόγω της αύξησης της παραγωγής αλλά και μικρής κάμψης της κατανάλωσης. Οσον αφορά τις εισαγωγές για κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης, φαίνεται ότι τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές σιτηρών από τη χώρα καταλαμβάνουν οι εισαγωγές από χώρες της ΕΕ έως και το έτος 2000, ενώ η τάση αυτή αντιστρέφεται στη δεκαετία του 2000, οπότε κερδίζουν μερίδιο οι εισαγωγές από χώρες εκτός ΕΕ. Οι εξαγωγές εμφανίζουν διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Ως προς τον προορισμό τους είναι διαφοροποιημένες και κατευθύνονται κυρίως προς τις χώρες της ΕΕ, αλλά και προς χώρες εκτός ΕΕ.
Βεβαίως ο βαθμός κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης δεν είναι αντίστοιχος για όλες τις κατηγορίες των σιτηρών. Η παραγωγή είναι σταθερά πλεονασματική όσον αφορά το σκληρό σιτάρι και αντίστοιχα προσεγγίζει την πλήρη κάλυψη της κατανάλωσης για τη σίκαλη. Αντίστοιχα σε υψηλότερα επίπεδα ως προς το βαθμό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης εμφανίζεται η παραγωγή βρώμης. Τέλος σε σχέση με την παραγωγή ρυζιού, το ισοζύγιο είναι σταθερά πλεονασματικό όλα τα τελευταία έτη.

Λοιπές αροτραίες καλλιέργειες

Για το σύνολο των αποξηραμένων οσπρίων προκύπτει κατακόρυφη μείωση της παραγωγής30, το 2009 βρίσκεται στο 35% του 1981, ενώ η μείωση είναι μεγαλύτερη για την καλλιέργεια φασολιών. Εμφανίζεται μόνο μια περιορισμένη αύξηση της στρεμματικής απόδοσης μεταξύ των ετών 1981-2009. Η μέγιστη στρεμματική απόδοση εμφανίζεται το έτος 1997. Σημαντική αύξηση της στρεμματικής απόδοσης εμφανίζεται μόνο για την καλλιέργεια κουκιών - φάβας κατά το έτος 2010.
Η εξέλιξη του όγκου παραγωγής των οσπρίων απεικονίζεται και στο βαθμό αυτάρκειας31, όπου παρατηρούμε ότι ο δείκτης αυτάρκειας από 85,1% το 1981 κατέρχεται στο 41,2% το 2007 με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη των εισαγωγών.
Στην καλλιέργεια πατάτας ο όγκος παραγωγής μειώθηκε το 2010 στο ελάχιστο από το 198132. Η στρεμματική απόδοση εμφανίζει αξιοσημείωτη ενίσχυση: από 1.562 κιλά ανά στρέμμα το 1981 αυξάνεται σε 2.689 κιλά ανά στρέμμα το 2010, ενώ ο βαθμός αυτάρκειας μειώνεται συνεχώς για να φτάσει το 68,2% το 2009 από 105,5% το 198133.
Στην καλλιέργεια ζαχαρότευτλου σημειώνεται σημαντική μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης από το 1997, ενώ είναι κατακόρυφη η μείωση μετά το 2005. Αντίστοιχη είναι η μείωση του όγκου παραγωγής34, ενώ εμφανίζεται αυξημένη η στρεμματική απόδοση της καλλιέργειας μέσα στο 2010. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται άμεσα με την πολιτική απαξίωσης των κρατικών επενδύσεων σε βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ζάχαρης με την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής. Οσον αφορά την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης, μετά από αυτές τις εξελίξεις, σημειώνεται ότι ο βαθμός αυτάρκειας από 105,6% το 2003 έπεσε στο 46,5% το 200935.
Για τις καλλιέργειες των βιομηχανικών φυτών, δηλαδή ειδικότερα καπνού και βαμβακιού36, βλέπουμε ότι σημειώνεται μεγάλη μείωση στην παραγωγή καπνών μετά το 2005, ενώ σταδιακή μείωση εμφανίζεται και στην καλλιέργεια βαμβακιού μετά το 2005. Η διαπίστωση είναι κοινή τόσο για την έκταση των καλλιεργειών όσο και για τον όγκο των παραγόμενων προϊόντων, ενώ για τον καπνό η συρρίκνωση των καλλιεργειών συνοδεύεται και από πτώση της στρεμματικής απόδοσης των καλλιεργειών.

Κηπευτικές καλλιέργειες - Δενδρώδεις καλλιέργειες - Αμπελουργία

Η παραγωγή λαχανικών εμφανίζει μείωση διαχρονικά αν και με διακυμάνσεις. Κατά το 2007 βρέθηκε στο χαμηλότερο σημείο από το 198137. Η στρεμματική απόδοση δε σημειώνει κάμψη από το 1997 και ακόλουθα. Οσον αφορά την εξέλιξη του βαθμού κάλυψης38 των εγχώριων αναγκών, από 123,2% που ήταν το 1981 έφτασε στο 103,2% το 2000, ενώ καθώς δεν έχουμε το στοιχείο αυτό μετά το 2000, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή μείωση της παραγωγής, μάλλον δεν καλύπτεται πλέον η εγχώρια κατανάλωση από την εγχώρια παραγωγή.
Σε σχέση με την καλλιέργεια οπωροφόρων, η ετήσια εξέλιξη του όγκου παραγωγής δείχνει ότι, παρά τις διακυμάνσεις, τελικά αυξάνεται39. Ο βαθμός κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης για τα νωπά φρούτα εκτός των εσπεριδοειδών είναι πλεονασματικός40 έως και το 2000 που διαθέτουμε το σχετικό στοιχείο.
Ο όγκος παραγωγής εσπεριδοειδών41 εμφανίζει γενικά αυξητική τάση, παρά τις διακυμάνσεις. Αντίστοιχα η παραγωγή πορτοκαλιών εμφανίζει αύξηση μετά τη συρρίκνωση της δεκαετίας του 1980. Το 2007 βρίσκεται πάνω από τα επίπεδα του 1981. Εντονη είναι η μείωση στον όγκο παραγωγής των λεμονιών. Οσον αφορά το βαθμό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης εσπεριδοειδών42, γίνεται για πρώτη φορά ελλειμματικός το 2007 (98,8% βαθμός αυτάρκειας), ενώ τα προηγούμενα έτη κυμαινόταν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα.
Οσον αφορά την εξέλιξη του όγκου παραγωγής ελιάς43, διαπιστώνεται ότι για τη συνολική παραγωγή υπάρχει ενίσχυση, παρά τις σημαντικές διακυμάνσεις, ανάλογα με το έτος. Προκύπτει μείωση της στρεμματικής απόδοσης μετά το 1997, αλλά και αυτή η μείωση εμφανίζει έντονες διακυμάνσεις από έτος σε έτος.
Οσον αφορά το βαθμό αυτάρκειας για την ελιά και το ελαιόλαδο44 προκύπτει ότι εμφανίζεται σταθερό πλεόνασμα στη βρώσιμη ελιά: Βαθμός αυτάρκειας 105,3% το 2007, ενώ για το ελαιόλαδο το ισοζύγιο είναι από τα πλέον πλεονασματικά στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων που καταγράφονται. Ο βαθμός αυτάρκειας για το ελαιόλαδο έφτασε το 150,7% το 2005, ενώ δεν έχουμε στοιχεία για τα μετέπειτα έτη.

Κρέας

Η ακαθάριστη εγχώρια παραγωγή κρέατος, εμφανίζει σημαντική συρρίκνωση σταθερά από το 1997 έως και το 2010 και βρίσκεται πολύ κάτω από τα επίπεδα του 198145.
Συγκεκριμένα, από 572.000 τόνους το 1981, το 2010 η ακαθάριστη εγχώρια παραγωγή έφτασε τους 491.000 τόνους. Στην ίδια περίοδο παρατηρείται ενίσχυση της κατανάλωσης κρέατος από 70 κιλά ετησίως κατά κεφαλή το 1981 σε 83 κιλά ετησίως κατά κεφαλή το 2006. Η αύξηση αυτή καλύφθηκε εξ ολοκλήρου μέσω εισαγωγών, έτσι ο βαθμός αυτάρκειας από 84% το 1981 περιορίστηκε στο 53% το 2010. Διαφορετικός είναι ο βαθμός αυτάρκειας ανά είδος κρέατος. Είναι ιδιαίτερα περιορισμένος ο βαθμός αυτάρκειας για το βοδινό κρέας (24% το 2010 - με μέγιστη τιμή 57% το 1981). Αντίστοιχα χαμηλό βαθμό αυτάρκειας διαθέτει η χώρα σε χοιρινό κρέας (39% το 2010). Αντίθετα σταθερά σχετικά υψηλός παραμένει ο βαθμός αυτάρκειας για το κρέας των αμνοεριφίων (87% το 2010) και πουλερικών (79% το 2010).

Γαλακτοκομικά Προϊόντα

Η παραγωγή γάλακτος στη χώρα εμφανίζει στασιμότητα από τη δεκαετία του 1980 με κάποιες διακυμάνσεις. Εμφανίστηκε σημαντική μείωση της ποσότητας παραγωγής μεταξύ των ετών 1981 (οπότε και έχουμε τη μέγιστη τιμή παραγωγής στην περίοδο που εξετάζουμε) και 198746.
Για τα νωπά προϊόντα γάλακτος47 (εκτός κρέμας γάλακτος) είναι σταθερά αυξητική η πορεία της παραγωγής ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ομως η κατανάλωση νωπών προϊόντων γάλακτος σε όλη αυτή την περίοδο αυξάνεται με πιο γρήγορο ρυθμό. Η κατά κεφαλή κατανάλωση γάλακτος αυξάνεται από 65,25 κιλά το 1981 σε 78,99 κιλά το 2009. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν καλύπτεται η εσωτερική κατανάλωση και υπάρχει μείωση του βαθμού αυτάρκειας από 99,05% το 1981 σε 85,94% το 2009.
Σημαντική αύξηση σημειώνει η παραγωγή πόσιμου γάλακτος στην περίοδο από το 1981 έως και το 2009. Βεβαίως η εγχώρια ετήσια κατανάλωση διευρύνεται πολύ γρηγορότερα, από 55,23 κιλά κατά κεφαλή το 1981 φτάνει στα 68,05 κιλά κατά κεφαλή το 2009 και αντίστοιχα ο βαθμός αυτάρκειας από 106,45% το 1981 περιορίζεται στο 85,10% για το έτος 2009. Οι εισαγωγές καθ’ όλη αυτήν την περίοδο προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το προϊόν κρέμα γάλακτος, παρότι η παραγωγή σχεδόν τριπλασιάζεται από το 1981 έως το 2009, δεν επαρκεί για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 100% το 1981 συρρικνώνεται στο 60,34% το 2009, με αντίστοιχη μεγιστοποίηση των εισαγωγών αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το συμπυκνωμένο γάλα η εξέλιξη της παραγωγής δείχνει στασιμότητα, ενώ ταυτόχρονα και η κατανάλωση παραμένει στάσιμη σε χαμηλά επίπεδα. Η εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται κατά το πλείστον με εισαγωγές από χώρες της ΕΕ. Ενδεικτικά ο βαθμός αυτάρκειας ήταν 19,17% το 1981 κι έφτασε σε 22,11% το 2009.
Η παραγωγή βουτύρου συνολικά μειώνεται μεταξύ των ετών 1983-2009, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η κατανάλωση, με αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 53,97% το 1983 να συρρικνωθεί σε 14,72% το 2009. Η εγχώρια κατανάλωση κι εδώ καλύπτεται με εισαγωγές αποκλειστικά προερχόμενες από χώρες της ΕΕ.
Η παραγωγή τυριού (σε όλες τις μορφές) αυξάνεται σημαντικά μεταξύ των ετών 1983 και 2009. Ταυτόχρονα η εγχώρια ετήσια κατανάλωση εμφανίζει ταχύτερη άνοδο. Ενδεικτικά από 20,22 κιλά κατά κεφαλή το 1983 φτάνει τα 31,04 κιλά κατά κεφαλή το 2009. Ως συνέπεια του παραπάνω ο βαθμός αυτάρκειας από 87,56% το 1981 μειώνεται σε 76,99% το 2009.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσίευση έκθεσης της ΠΑΣΕΓΕΣ για την αυτάρκεια των βασικών αγροτικών διατροφικών προϊόντων για το έτος 2010 προκύπτουν τα εξής48:
Το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 99,8% περίπου, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171%). Στο ελαιόλαδο και τις ελιές η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, καθώς η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δύο αυτά προϊόντα. Στο κρασί το ποσοστό αυτάρκειας ανέρχεται στο 108,12%. Στα εσπεριδοειδή τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%, στα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%), ενώ πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%.
Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 73,48%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (30%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%). Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών - τυροκομικών προϊόντων η φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147% περίπου υπερβαίνει το μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%. Στο μέλι και στα αυγά καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92% και 91% αντίστοιχα.
  

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΝΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία που διαθέτουμε για το 2009 από την ΕΛΣΤΑΤ49 έχουμε τη δυνατότητα να εξετάσουμε πώς κατανέμεται η παραγωγή ανά Περιφέρεια και Νομό της χώρας. Εξετάζουμε τη διάρθρωση της παραγωγής στους βασικούς διατροφικούς κλάδους επικεντρώνοντας στις Αροτραίες καλλιέργειες, στις λοιπές καλλιέργειες (Κηπευτικές καλλιέργειες, Δενδρώδεις καλλιέργειες, Αμπελουργία) και στα βασικά κτηνοτροφικά προϊόντα. Στις Αροτραίες καλλιέργειες εξετάζουμε ξεχωριστά τη διάρθρωση της παραγωγής στα σιτηρά, στα όσπρια, στα βιομηχανικά φυτά, στα κτηνοτροφικά φυτά και στα πεπονοειδή.

Σιτηρά

Οσον αφορά το σκληρό σίτο, όπως βλέπουμε από την ποσοστιαία κατανομή της παραγωγής ανά περιφέρεια: το 31,29% της παραγωγής προέρχεται από τη Θεσσαλία, το 29,61% από την Κεντρική Μακεδονία, το 16,18% από τη Στερεά Ελλάδα -Εύβοια, το 12,60% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη. Η παραγωγή μαλακού σίτου κατανέμεται ως εξής: Δ. Μακεδονία 30,73%, Κ. Μακεδονία 26,78%, Αν. Μακεδονία - Θράκη 26,45%, Θεσσαλία 12,05%.
Η παραγωγή καλαμποκιού κατανέμεται ως εξής: Η Αν. Μακεδονία - Θράκη παράγει το 27,77% του συνόλου, η Κ. Μακεδονία το 26,21%, η Δ. Ελλάδα το 14,08%, η Θεσσαλία το 13,50%, η Δ. Μακεδονία το 8,11%. Οσον αφορά το ρύζι η Κ. Μακεδονία παράγει το 86,94% της συνολικής παραγωγής.
Η παραγωγή κριθαριού κατανέμεται: Το 22,81% προέρχεται από τη Θεσσαλία, το 22,32% από τη Δ. Μακεδονία, το 19,07% από την Κ. Μακεδονία, το 10,8% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη και το 9,04% από τη Στερεά Ελλάδα. Η παραγωγή βρώμης προέρχεται κατά 49% από τη Δ. Ελλάδα και το 64,47% της συνολικής παραγωγής σίκαλης από τη Δ. Μακεδονία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει ότι Περιφέρειες με τη μεγαλύτερη βαρύτητα όσον αφορά τη διατροφική κάλυψη του πληθυσμού με σιτηρά είναι η Κ. Μακεδονία, ενώ ακολουθούν Θεσσαλία, η Αν. Μακεδονία - Θράκη και η Δ. Μακεδονία.

Οσπρια

Οσον αφορά τα φασόλια το 30,85% της παραγωγής προέρχεται από τη Δ. Μακεδονία, το 16,34% από τη Δ. Ελλάδα, το 15,26% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη, το 13,36% από τη Στερεά Ελλάδα - Εύβοια. Στην παραγωγή φακής πρώτη έρχεται η Θεσσαλία με το 51,92% του συνόλου και ακολουθούν η Αν. Μακεδονία - Θράκη με 22,23% και η Δ. Μακεδονία με 12,20%.

Βιομηχανικά φυτά

Η παραγωγή καπνού κατανέμεται ως εξής: το 53,88% προέρχεται από την Κ. Μακεδονία και το 37,85% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη. Το 41,81% της συνολικής παραγωγής βάμβακος προέρχεται από τη Θεσσαλία, ενώ ακολουθεί η Κ. Μακεδονία με 25,12% , η Αν. Μακεδονία - Θράκη με 15,72% και η Στερεά Ελλάδα με 13,92%. Στην παραγωγή ζαχαρότευτλων το 56,43% προέρχεται από την Κ. Μακεδονία και ακολουθούν η Αν. Μακεδονία - Θράκη με 24,21% του συνόλου και η Θεσσαλία με 11,44%. Η παραγωγή Ηλίανθου προέρχεται κυρίως από την Αν. Μακεδονία -Θράκη κατά 83,95%.

Κτηνοτροφικά φυτά

Οσον αφορά τους κτηνοτροφικούς καρπούς η εικόνα δείχνει μεγάλη διασπορά της συνολικής παραγωγής. Παρόλα αυτά ξεχωρίζουν η Κ. Μακεδονία με 33,99% της συνολικής παραγωγής, η Θεσσαλία με 19,70% και ακολουθούν η Δ. Μακεδονία με 8,44% και η Κρήτη με 8,36%.

Πεπονοειδή και πατάτες

Η παραγωγή των πεπονοειδών (καρπούζια-πεπόνια) προέρχεται κατά 37,73% από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, ακολουθεί με 15,38% η Περιφέρεια Θεσσαλίας, με 11,38% η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και με 10,4% η Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Η παραγωγή πατάτας κατανέμεται: Το 27,82% προέρχεται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, το 13,45% από την Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας Θράκης, το 12,67% από την Περιφέρεια Πελοποννήσου και το 11,12% από την Περιφέρεια Κρήτης.

Κηπευτικές καλλιέργειες

Η παραγωγή βιομηχανικής τομάτας κατανέμεται στις περιφέρειες ως εξής: στη Θεσσαλία 43,44%, στη Στερεά Ελλάδα 21,20%, στη Δ. Ελλάδα 17,94% και στην Κ. Μακεδονία το 11,51%. Στην παραγωγή νωπής τομάτας το 24,57% ανήκει στην Περιφέρεια Κρήτης, το 13,88% στην Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας, το 13,38% στην Περιφέρεια Πελοποννήσου και το 11,94% στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Στην παραγωγή ξερών κρεμμυδιών το 65,89% του συνόλου προέρχεται από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Ενώ οι Περιφέρειες που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής των υπόλοιπων κηπευτικών είναι: Η Κ. Μακεδονία, η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και η Κρήτη.

Αμπελουργικά προϊόντα

Η παραγωγή μούστου κατανέμεται ομοιόμορφα σε περισσότερες Περιφέρειες ως εξής: Δ. Ελλάδα με 15,83%, Πελοπόννησος με 15,39%, Κρήτη με 15,35%, Θεσσαλία με 14,92% και Στερεά Ελλάδα με 10,72%. Η παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών προέρχεται: από την Πελοπόννησο κατά 37,15%, την Αν. Μακεδονία - Θράκη κατά 32,93% και την Κ. Μακεδονία κατά 13,56%. Στην παραγωγή Κορινθιακής Σταφίδας κυριαρχούν η Δυτική Ελλάδα με 44,72% και ακολουθεί η Πελοπόννησος με 44,03%. Τέλος στην Κρήτη παράγεται το 82,88% της ποικιλίας σταφίδας Σουλτανίνα.

Αλλα δενδροκομικά προϊόντα

Η παραγωγή λεμονιών συγκεντρώνεται στη Δ. Ελλάδα κατά 35,94%, στην Πελοπόννησο κατά 17,91% και ακολουθούν η Κρήτη με 11,67%, το Ν. Αιγαίο με 9,79% και τα Ιόνια με 9,71%. Η παραγωγή πορτοκαλιών συγκεντρώνεται κατά 68,34% στην Πελοπόννησο. Η παραγωγή μανταρινιών συγκεντρώνεται στην Περιφέρεια Ηπείρου κατά 46,77% και στην Πελοπόννησο κατά 33,77%. Η παραγωγή αχλαδιών συγκεντρώνεται στη Θεσσαλία κατά 33,97% και ακολουθεί η Κ. Μακεδονία με 29,26% και η Πελοπόννησος με 10,38%. Η παραγωγή μήλων προέρχεται κατά 32,68% από την Κ. Μακεδονία, κατά 31,16% από την Θεσσαλία και κατά 25,21% από τη Δ. Μακεδονία. Η παραγωγή ροδάκινου συγκεντρώνεται κατά 90,70% στην Κ. Μακεδονία. Η παραγωγή βερίκοκου κατά 63,87% στην Πελοπόννησο και κατά 25,29% στην Κ. Μακεδονία, η οποία επίσης συγκεντρώνει το 72,83% της παραγωγής κερασιού.
Οσον αφορά την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, αυτή συγκεντρώνεται: στη Στερεά Ελλάδα κατά 26,73%, στην Κ. Μακεδονία κατά 26,05% και στη Δ. Ελλάδα κατά 16,06%.
Αντίστοιχα οι ελιές για ελαιοπαραγωγή, συγκεντρώνονται κατά 33,56% στην Κρήτη και κατά 29,64% στην Πελοπόννησο.

Βασικά κτηνοτροφικά προϊόντα

Στην παραγωγή γάλακτος και κρέατος την πρωτοκαθεδρία έχει η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας που καταλαμβάνει το 24,70% της συνολικής γαλακτοπαραγωγής και το 18,59% της συνολικής παραγωγής κρέατος. Ακολουθούν στην γαλακτοπαραγωγή: η Θεσσαλία με 14,72% του συνόλου και η Πελοπόννησος με 13,51%, ενώ η Δ. Ελλάδα παράγει το 11,10% του γάλακτος. Στην παραγωγή κρέατος την Κ. Μακεδονία ακολουθούν: η Ηπειρος με 16,05%, η Στερεά με 11,96%, η Πελοπόννησος με 11,68% και η Θεσσαλία με 10,71%.
Στην παραγωγή τυριού προηγείται η Περιφέρεια της Θεσσαλίας με το 28,98% της συνολικής παραγωγής μαλακού τυριού και το 28,59% του σκληρού τυριού. Στην παραγωγή μαλακού τυριού ακολουθούν η Πελοπόννησος με 15,75% και η Ηπειρος με 15,74% της συνολικής παραγωγής. Ενώ στην παραγωγή σκληρού τυριού τη Θεσσαλία ακολουθεί η Κρήτη με 21,72% και η Ηπειρος με 12,71% της συνολικής παραγωγής.
Στην παραγωγή αυγών η Περιφέρεια Αττικής προηγείται συγκεντρώνοντας το 29,30% και ακολουθεί η Πελοπόννησος με 14,5% και η Ηπειρος με 13,35%. Τέλος στην ιχθυοπαραγωγή προηγείται η Στερεά Ελλάδα με 23,85% και ακολουθούν η Δ. Ελλάδα με 20,60%, η Πελοπόννησος με 15,58% και η Ηπειρος με 15,30%.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου