Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Εξετάζουμε την εξέλιξη της διάρθρωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με βάση την έκταση και το οικονομικό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων και τη διάκρισή τους σε γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.


ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Η συνολική έκταση της γεωργικής γης στην Ελλάδα ανέρχεται (το 2007) στα 4,4 εκατομμύρια εκτάρια2, δηλαδή προσεγγίζει το 31% της συνολικής έκτασης της χώρας. Η Χρησιμοποιούμενη Γεωργική Εκταση (ΧΓΕ), η οποία διακρίνεται από τη συνολική γεωργική γη ως προς το ότι βρίσκεται σε ενεργή χρήση κατά το χρονικό διάστημα της στατιστικής καταγραφής, φτάνει τα 4,1 εκ. Εκτάρια. Η έκταση αυτή εμφανίζει σχετική επέκταση εξεταζόμενη από το 19903, ενώ βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το 19854, καθώς ελαττώθηκε σημαντικά μεταξύ των ετών 1985 και 1997.
Το 71% περίπου της ΧΓΕ (2007) ανήκει σε μειονεκτικές περιοχές (είτε ορεινές είτε μη ορεινές μειονεκτικές περιοχές), ποσοστό το οποίο φαίνεται να παραμένει σταθερό διαχρονικά, αν και με κάποια ανοδική τάση. Η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης στη χώρα παραμένει πολύ μικρή μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία το 2007 έφτανε στα 4,77 εκτάρια ανά εκμετάλλευση, εμφανίζοντας μικρή αυξητική τάση συγκρινόμενη με τη δεκαετία του ’905. Ο ίδιος δείκτης ανέρχεται στα 5,6 εκτάρια ανά εκμετάλλευση όταν εξαιρεθούν από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων οι εκμεταλλεύσεις με πολύ μικρό οικονομικό μέγεθος,δηλαδή αυτές που εμφανίζουν οικονομικά αποτελέσματα κάτω από το 1 ESU (ΤΑΚ στην ελληνική)6. Εξετάζοντας τα στοιχεία για το σύνολο των χωρών της ΕΕ7 βλέπουμε ότι η αντίστοιχη μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης σε επίπεδο ΕΕ ανέρχεται στα 12,86 εκτάρια ή στα 22 εκτάρια αν αφαιρεθούν οι εκμεταλλεύσεις μεγέθους κάτω από 1 ESU. Η μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα είναι μια από τις μικρότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η μέση αγροτική εκμετάλλευση σε επίπεδο ΕΕ είναι τετραπλάσια από την αντίστοιχη της Ελλάδας.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα ουσιαστικά παραμένει σταθερή από το 1990 έως το 2007, ενώ αντίθετα σε χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου με εκτεταμένη αγροτική παραγωγή κατά το παρελθόν και με σημαντικό τμήμα του πληθυσμού τους στην αγροτική παραγωγή, όπως Πορτογαλία, Ιταλία, Βουλγαρία παρατηρούμε ότι η μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης επεκτείνεται πολύ ταχύτερα.
Με βάση τα στοιχεία του 2007 προκύπτει ότι ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ανέρχεται σχεδόν στις 854.100. Από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων οικονομικό μέγεθος πάνω από 1 ESU έχει το 83% (711.100 εκμεταλλεύσεις) ποσοστό σχετικά σταθερό από το 19938. Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων με αυξομειώσεις παραμένει στα ίδια επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας το ’90, μετά τη μεγάλη μείωση που εμφανίστηκε μεταξύ των ετών 1987 και 1990, οπότε συρρικνώθηκε κατά περίπου 100.000 εκμεταλλεύσεις9.
Αυτή η πορεία αντανακλά την επίδραση της κοινοτικής πολιτικής επιδοτήσεων που αν και το μεγαλύτερο μέρος τους ευνόησε τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, η αποσύνδεσή τους από τον όγκο παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα να διατηρείται και ένα μεγάλο τμήμα μικρών εκμεταλλεύσεων προκειμένου να εισπράττει τις επιδοτήσεις. Συχνά πρόκειται για παραγωγή προοριζόμενη κυρίως για αυτοκατανάλωση, χωρίς διάθεση στην αγορά κάποιου πλεονάσματος, κάτι που αποτελεί άτυπη στήριξη του εισοδήματος εργαζόμενων κατοίκων αστικών ή ημιαστικών περιοχών. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ουσιαστικά ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων είναι υπερτιμημένος λόγω του κατατεμαχισμού ιδιοκτησιών και εκμεταλλεύσεων μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας, για λόγους φορολογικούς ή που σχετίζονται με την είσπραξη επιδοτήσεων.
Παρά την επιβίωση της πολύ μικρής αγροτικής εκμετάλλευσης, αν εξετάσουμε τη διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που κατέχουν Χρησιμοποιούμενη Γεωργική Εκταση (ΧΓΕ), με βάση την έκτασή τους προκύπτει η τάση συγκέντρωσης της γης σε μεγαλύτερες ιδιοκτησίες με αργό αλλά σταθερό ρυθμό10. Η τάση συγκέντρωσης είναι εντονότερη για τις κατηγορίες εκμεταλλεύσεων με έκταση από 30 εκτάρια έως 100 εκτάρια.
Από την εξέταση της κατανομής του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων σε τάξεις μεγέθους ανάλογα με την έκτασή τους11, προκύπτει η ενίσχυση του αριθμού και του ποσοστού επί του συνόλου, των πολύ μικρών εκμεταλλεύσεων έως 2 εκτάρια και ταυτόχρονα εμφανίζεται μια ελαφρά αύξηση του αριθμού-ποσοστού των εκμεταλλεύσεων με έκταση πάνω από 20 εκτάρια. Επιβεβαιώνεται το προηγούμενο συμπέρασμα για το χαρακτήρα της διατήρησης των πολύ μικρών ιδιοκτησιών. Παράλληλα όμως διαφαίνεται και η βαθμιαία συγκέντρωση της γης σε εκμεταλλεύσεις μεγαλύτερης έκτασης12. Ενώ οι εκμεταλλεύσεις με έκταση έως 20 εκτάρια το 1990 αποτελούσαν το 97,43% του συνόλου και κατείχαν το 76,30% της συνολικής έκτασης γης, το 2007 αποτελούσαν το 95,66% του συνόλου και κατείχαν το 64,35% της συνολικής έκτασης γης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εξέλιξη της αγροτικής εκμετάλλευσης με βάση τη μορφή ιδιοκτησίας της εκμετάλλευσης. Προκύπτει η ενίσχυση της υπενοικίασης αγροτικής γης προς καλλιέργεια: Είναι εμφανής η ενίσχυση αυτής της τάσης, αφού το 2007 αφορούσε σχεδόν το 32% της συνολικής ΧΓΕ από 22% το 199013.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Βασικός στατιστικός δείκτης καταγραφής14 για τη μελέτη των αλλαγών στη διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι αυτός που αφορά το ετήσιο Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ). Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο δείκτης αυτός δεν αποτελεί δείκτη κερδοφορίας της εκμετάλλευσης, καθώς περιλαμβάνει την εργασία του αυταπασχολούμενου αγρότη και της οικογένειάς του, ξένη εργασία που μισθώνει ο αγρότης (μεταβλητό κεφάλαιο), αλλά και τμήμα του σταθερού κεφαλαίου.15
Επομένως το ΤΑΚ ως δείκτης επιτρέπει την εκτίμηση ορισμένων γενικών μόνο τάσεων, καθώς δεν είναι συγκρίσιμο μεταξύ διαφορετικών τύπων αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι όσον αφορά τη βαμβακοκαλλιέργεια, μια εκμετάλλευση έκτασης 100 στρεμμάτων αποφέρει ΤΑΚ περίπου 45.000€ και καθαρό εισόδημα 5000€ στο βαμβακοκαλλιεργητή. Αντίστοιχα για την καλλιέργεια σίτου μια έκταση 400 στρεμμάτων που αποφέρει ΤΑΚ περί των 45.000€, αποφέρει καθαρό εισόδημα στον αγρότη γύρω στα 12.000€.Σύμφωνα με τα παραπάνω η γενική εκτίμηση είναι ότι μια αγροτική εκμετάλλευση με ΤΑΚ κάτω από 48.000€ δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε καν την απλή αναπαραγωγή της. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κατηγορία της στατιστικής καταγραφής εκμεταλλεύσεων με ΤΑΚ από 48.000€ έως 120.000€16 δε μας επιτρέπει να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τη διαστρωμάτωση των εκμεταλλεύσεων καθώς -λόγω του μεγάλου εύρους της- περιλαμβάνει επίσης εκμεταλλεύσεις που ανήκουν σε μικρούς και μεσαίους αγρότες, τις οποίες είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε εφόσον καταγράφονται στατιστικά σε μια ενιαία κατηγορία.
Από την εξέταση διαχρονικά της κατανομής17 α) του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, β) της συνολικής έκτασης της γεωργικής γης, γ) του συνολικού ΤΑΚ σε κατηγορίες εκμεταλλεύσεων, με βάση το οικονομικό τους μέγεθος, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
Υπάρχει διατήρηση του ποσοστού εκμεταλλεύσεων, ελαφρά τάση υποχώρησης του ποσοστού της συνολικής έκτασης και εντονότερη υποχώρηση, όσον αφορά το ποσοστό του συνολικού ΤΑΚ που συγκεντρώνουν, οι κατηγορίες με χαμηλό ΤΑΚ έως 48.000€ που αφορούν κυρίως εκμεταλλεύσεις που ανήκουν σε μη κατά κύριο επάγγελμα ή φτωχούς αγρότες. Ομως άλλο ένα συμπέρασμα που αναδεικνύεται για τις εκμεταλλεύσεις αυτής της κατηγορίας είναι η διαχρονική τάση συγκέντρωσης όλο και μεγαλύτερου μεριδίου της συνολικής έκτασης και του συνολικού ΤΑΚ, από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις που εμφανίζουν κάποιο στοιχειώδες ΤΑΚ (βλ. κατηγορία με ΤΑΚ από 19.200€ έως 48.000€) .
Οι εκμεταλλεύσεις με ΤΑΚ άνω των 48.000€ δεν αυξάνονται ιδιαίτερα ως ποσοστό του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ενώ με αργούς ρυθμούς ενισχύουν το ποσοστό της συνολικής έκτασης γεωργικής γης και περισσότερο του συνολικού ΤΑΚ που συγκεντρώνουν. Βεβαίως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στην κατηγορία εκμεταλλεύσεων με ΤΑΚ από 48.000€ έως 120.000€, η οποία εμφανίζει τη σημαντικότερη ενίσχυση όσον αφορά την έκταση γεωργικής γης και το ΤΑΚ που συγκεντρώνει, ανήκει μια ευρεία κατηγορία αγροτοπαραγωγών με μικρές αλλά και μεσαίες εκμεταλλεύσεις. Το γεγονός αυτό αναδεικνύεται στα παραδείγματα που παρατέθηκαν προηγουμένως, για το καθαρό εισόδημα που αποφέρουν διαφορετικά είδη καλλιεργειών με αντίστοιχο ύψος ΤΑΚ.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που το 2007 ανέρχονται σε 860.150, ζωικό κεφάλαιο κατέχουν οι 371.250 εκμεταλλεύσεις, σχεδόν το 43%. Η εξέταση των εκμεταλλεύσεων που διαθέτουν ζωικό κεφάλαιο γίνεται με βάση τις Μονάδες Ζωικού Κεφαλαίου (ΜΖΚ) ή LSU18. Το ζωικό κεφάλαιο παραμένει διαχρονικά, αν και με σημαντικές διακυμάνσεις, σε σταθερά επίπεδα, κάτι που δείχνει τη σχετική στασιμότητα της κτηνοτροφικής παραγωγής. Ωστόσο εμφανίζεται σημαντική μείωση του αριθμού εκμεταλλεύσεων που κατέχουν ζωικό κεφάλαιο. Ενδεικτικά: από 479.550 εκμεταλλεύσεις το 1990 σε 371.250 το 200719, δηλαδή μια μείωση τους κατά 23%. Αυτές οι δύο εξελίξεις συνδυαστικά υποδηλώνουν συγκέντρωση της κτηνοτροφικής παραγωγής.
Από την εξέταση της κατανομής του συνολικού αριθμού κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και του ζωικού κεφαλαίου σε κατηγορίες, με βάση το μέγεθος του ζωικού κεφαλαίου που κατέχουν20, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα: Υπάρχει ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο τμήμα του συνόλου των εκμεταλλεύσεων της τάξης του 77% το 2007 (αντίστοιχα 79% το 1990), που κατέχουν έως 5 ΜΖΚ. Πρόκειται για έναν υψηλό και ανθεκτικό στο χρόνο αριθμό από πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις που συγκεντρώνουν λιγότερο από 10% του συνολικού ζωικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα η τάση συγκέντρωσης του Ζωικού Κεφαλαίου στις μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις (με άνω των 100 ΜΖΚ) ενισχύεται διαχρονικά: το 0,64% των εκμεταλλεύσεων (2.360 εκμεταλλεύσεις) ελέγχουν το 22% του συνολικού εγχώριου Ζωικού Κεφαλαίου.
Παρά την επιβίωση μικρών εκμεταλλεύσεων, η τάση που διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της γενικής διάρθρωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων εμφανίζεται ενισχυμένη για τις εκμεταλλεύσεις με ζωικό κεφάλαιο. Το 26,5% του Ζωικού Κεφαλαίου ανήκει σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις που εμφανίζουν ΤΑΚ άνω των 48.000€, μια εμφανώς διαφορετική εικόνα σε σχέση με το 1990 που τους ανήκε περίπου το 13% του συνολικού Ζωικού Κεφαλαίου. Ταυτόχρονα εμφανίζεται συγκέντρωση Ζωικού Κεφαλαίου σε εκμεταλλεύσεις με χαμηλό ΤΑΚ από 19.200€ έως 48.000€ που αποτελεί την κατηγορία με τη μεγαλύτερη αύξηση στη συγκέντρωση Ζωικού Κεφαλαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου