ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΒΟΕΙΔΩΝ

Φυσιολογικές βάσεις

Οι μόσχοι κατά την πρώτη εβδομάδα της ηλικίας τους είναι ζώα μονογαστρικά, προσαρμοσμένα στην αποκλειστική με γάλα διατροφή. Το γάλα διοχετεύεται μέσω της οισοφαγικής αύλακας, στο ήνυστρο όπου τα πεπτικά υγρά περιέχουν τα κατάλληλα ένζυμα για την πέψη των συστατικών του γάλακτος. Ο σίαλος περιέχει λιπάσες, το γαστρικό υγρό τη ρεννίνη, το παγκρεατικό υγρό είναι φτωχό σε πρωτεϊνολυτικά ένζυμα και στερείται αμυλάσης, το δε εντερικό υγρό είναι πλούσιο σε λακτάση χωρίς να περιέχει αμυλάση και σουκράση. Η ποσοτική και ποιοτική σύσταση των πεπτικών υγρών σε ένζυμα μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και πλησιάζει την κανονική σε ηλικία 5-6 εβδομάδων, οπότε οι μόσχοι μπορούν να διατραφούν αποκλειστικά με στερεά τροφή. Αν όμως οι μόσχοι εξακολουθούν να διατρέφονται αποκλειστικά ή κυρίως με γάλα, η περιεκτικότητα του γαστρικού υγρού σε ρεννίνη και του εντερικού σε λακτάση εξακολουθεί να διατηρείται υψηλή, ενώ παράλληλα ανάπτύσσεται στο έντερο μικροχλωρίδα, η οποία μπορεί να μεταβολίζει τη λακτόζη.
Η πρόσληψη στερεάς τροφής από τους μόσχους προκαλεί την ανατομοφυσιολογική εξέλιξη των προστομάχων και επιταχύνει τη λειτουργία τους. Με αυτήν αυξάνεται ο όγκος των προστομάχων, μεταβάλλονται οι αναλογίες των διαφόρων τμημάτων τους και εγκαθιστάται η μικροχλωρίδα, η οποία στην ηλικία των 6-8 εβδομάδων έχει τη σύνθεση εκείνης των ενηλίκων. Από το τέλος του 3ου μήνα εμφανίζονται τα πρωτόζωα, ενώ από την 3η εβδομάδα αρχίζει η κυτταρινόλυση στους προστομάχους με παράλληλη ανάπτυξη των λαχνών των βλεννογόνων. Ο μηρυκασμός στην αρχή είναι σύντομος και αραιός, βαθμιαία γίνεται μακρότερος και συχνότερος και από την 6η εβδομάδα αποκτά τον κανονικό του ρυθμό. Η εξέλιξη όμως του μηρυκασμού εξαρτάται από το είδος της τροφής.
Η ανατομοφυσιολογική εξέλιξη του πεπτικού συστήματος των νεογνών, μπορεί να τροποποιηθεί από τον εκτροφέα με κατάλληλο χειρισμό, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συγκεκριμένα:
  • να επιταχυνθεί, με περιορισμό της χορηγούμενης ποσότητας γάλακτος και έγκαιρη προετοιμασία του ζώου για την αποκλειστική διατροφή του με στερεά τροφή. Αυτό γίνεται στους μόσχους εκτροφής, σε ζώα δηλαδή που προορίζονται για αναπαραγωγή ή για πάχυνση μέχρι μεγάλου βάρους και
  • να επιβραδυνθεί ή ακόμη να παρεμποδισθεί, με αποκλειστική διατροφή του μόσχου με γάλα ή κυρίως με γάλα, ώστε ο μόσχος να διατηρηθεί σε κατάσταση μονογαστρικού ζώου για μεγάλο χρονικό διάστημα (παραγωγή μόσχων γάλακτος).

Διατροφή ζώων εκτροφής

Στους μόσχους αυτούς επιδιώκεται βραδύτερη ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος αλλά ισχυρή ανάπτυξη του σκελετού. Η μέση ημερήσια αύξηση του ΣΒ κατά τους 4 πρώτους μήνες της ηλικίας τους επιζητείται να είναι 700-800 g για φυλές συνδυασμένων αποδόσεων (γάλα - κρέας) και 800-900 g για τις κρεοπαραγωγικές φυλές. Οι μόσχοι κατά την πρώτη εβδομάδα της ηλικίας τους διατρέφονται αποκλειστικά με το πρωτόγαλα και στη συνέχεια με πλήρες γάλα. Το πρωτόγαλα είναι πλούσιο σε ανοσογλοβουλίνες (γ-σφαιρίνες), οι οποίες ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογέννητου μόσχου. Στις κρεοπαραγωγικές φυλές η διατροφή των μόσχων γίνεται με φυσικό θηλασμό, όπου οι μόσχοι παραμένουν με τις μητέρες τους και θηλάζουν κατά βούληση, συνήθως μέχρι την ηλικία των 6 μηνών. Ο θηλασμός αρχίζει 2-5 ώρες μετά τη γέννηση και γίνεται 5-8 φορές στην αρχή και 3-5 στη συνέχεια. Η διάρκεια θηλασμού είναι 5-7 λεπτά της ώρας κάθε φορά, ή 30-60 λεπτά συνολικά. Αυξανόμενης της συχνότητας ερεθίσματος του μαστού με το θηλασμό αυξάνεται η γαλακτοπαραγωγή. Οι τοκετοί επιδιώκονται την άνοιξη ώστε οι μόσχοι, παράλληλα με το θηλασμό, να προσλαμβάνουν χλόη με την οποία συμπληρώνουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες τους σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά. Από το φθινόπωρο, που διακόπτεται ουσιαστικά ο θηλασμός και δεν υπάρχει διαθέσιμη βοσκή, τους χορηγείται τροφή στο στάβλο.
Στις γαλακτοπαμαγωγικές φυλές ο τεχνητός θηλασμός κατά τον οποίον οι μόσχοι, αφού θηλάσουν το πρωτόγαλα για 3-5 ημέρες από τις μητέρες τους, διατρέφονται με ρόφημα τεχνητού γάλακτος.
Ο τεχνητός θηλασμός εφαρμόζεται ευρέως γιατί είναι οικονομικά συμφερότερη μέθοδος έναντι του φυσικού θηλασμού και βέβαια σε περιτπώσεις όπου:
  1. η γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων είναι υψηλή ή ανεπαρκής,
  2. υπάρχουν νεογνά ορφανά ή υπεράριθμα και
  3. η εκτροφή των νεογνών γίνεται ανεξάρτητα από τη μονάδα αναπαραγωγής.
Ως ρόφημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί άπαχο ή τεχνητό γάλα και σπανιότερα ορός γάλακτος ή βουτυρογάλακτος. Το ρόφημα προσλαμβάνεται με πόση από κάδους ή με θηλασμό μέσω θηλάστρων, κατά μερίδες σε 2-3 γεύματα, σε προκαθορισμένη ποσότητα και θερμοκρασία 35-37oC, ή ψυχρό (5-15oC), όταν καταναλίσκεται κατά βούληση. Όταν το ρόφημα είναι διαθέσιμο για κατά βούληση κατανάλωση, παρατηρείται αυξημένη κατανάλωση η οποία μπορεί να δημιουργήσει πεπτικές διαταραχές και εκδήλωση διαρροιών. Η καθοριστική διατροφή των μόσχων είναι συνήθως συμφερότερη της κατά βούληση. Στην πράξη χορηγούνται 2 γεύματα ροφήματος τεχνητού γάλακτος με 13% ΞΟ, θερμοκρασίας 35-38oC, μέχρι της ηλικίας των 5-6 εβδομάδων. Από τη δεύτερη εβδομάδα παρέχεται στους μόσχους, παράλληλα με το ρόφημα του τεχνητού γάλακτος, φρέσκο νερό, εναρκτήριο μείγμα ΣΖ και καλής ποιότητας χόρτο.
Κριτήρια απογαλακτισμού μπορεί να είναι η ηλικία του μόσχου, ο ρυθμός ανάπτυξης του, η συνολική ποσότητα ροφήματος που κατανάλωσε, ή η ημερήσια ποσότητα ξηράς τροφής που καταναλώνει. Ο συνδυασμός ηλικίας και καταναλισκόμενης ποσότητας τροφής θεωρείται άριστος όταν σε ηλικία 5-6 εβδομάδων ο μόσχος καταναλώνει τουλάχιστον 500 g ΣΖ την ημέρα. Η σκόνη γάλακτος με την οποία παρασκευάζεται το ρόφημα πρέπει να πληροί συγκεκριμένες τεχνολογικές και διαιτοφυσιολογικές προδιαγραφές. Οι πρωτείνες του πρέπει να προέρχονται κατά κύριο λόγο από υποπροϊόντα γάλακτος (άπαχο γάλα, τυρόγαλα κ.λπ.) για να είναι ευπρόσβλητες από τα ένζυμα του γαστρικού υγρού του νεαρού μόσχου. Μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν μερικώς και πρωτείνες σόγιας, διαφόρων ζυμών ή ιχθυοπρωτεΐνη κ.ά. Οι υδατάνθρακες πρέπει να είναι κυρίως λακτόζη και γλυκόζη. Η ημερήσια ποσότητα λακτόζης που καταναλώνει ένα μοσχάρι δεν πρέπει να ξεπερνά όμως τα 200 g γιατί μπορεί να προκληθεί διάρροια. Ομοίως η συμμετοχή του αμύλου δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%, ενώ αποκλείεται η χρησιμοποίηση σάκχαρης. Το λίπος πρέπει να είναι λεπτά διαμερισμένο με παράλληλη προσθήκη γαλακτωματοποιητή, σταθεροποιητή και αντιοξειδωτικού. Στο τεχνητό γάλα πρέπει να υπερέχουν τα κεκορεσμένα λιπαρά οξέα, γιατί τα φυτικά ή ζωικά έλαια που είναι πλούσια σε ακόρεστα λιπαρά οξέα προκαλούν διάρροιες και αυξάνουν τις ανάγκες των μόσχων σε βιταμίνη Ε. Στους αγοραζόμενους μόσχους, που μεταφέρονται από τη μονάδα αναπαραγωγής στη μονάδα εκτροφής, για να αντιμετωπιστεί το stress μεταφοράς τους χορηγείται κατά την πρώτη ημέρα μόνο χλιαρό νερό ή τσάι ενισχυμένο με βιταμίνες και αντιβιοτικά, ενώ κατά τη δεύτερη ημέρα μικρή ποσότητα αραιού ροφήματος γάλακτος. Από την 3η-4η ημέρα εφαρμόζεται το πρόγραμμα διατροφής τους με κανονικό ρόφημα, ανάλογα με την ηλικία τους.
Η διατροφή των μόσχων μετά τον απογαλακτισμό εξαρτάται από τον τελικό προορισμό τους (αναπαραγωγή ή πάχυνση), μέχρι τον 5O-6O μήνα όμως είναι ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Στους μόσχους της ηλικίας αυτής χορηγείται χόρτο καλής ποιότητας (1,5-2 Κg) ή ενσίρωμα αραβοσίτου πλούσιο σε ΞΟ και καρπό (4 kg) και μείγμα ΣΖ (1,5-2 Κg). Μπορούν όμως κάλλιστα να διατηρούνται και επί της βοσκής, εφόσον υπάρχει τέτοια δυνατότητα και εφόσον η βοσκή μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους.

Διατροφή μοσχίδων

Η διατροφή των μοσχίδων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί απ' αυτήν εξαρτάται κατά μεγάλο ποσοστό η ομαλή διεξαγωγή της αναπαραγωγής και η δημιουργία καλών παραγωγικών ζώων. Οι μοσχίδες εισέρχονται στην ήβη όταν αποκτήσουν το 40% του τελικού τους ΣΒ και χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή όταν το ΣΒ τους φθάσει το 70% του τελικού. Το επίπεδο διατροφής, από το οποίο εξαρτάται ο ρυθμός ανάπτυξης των ζώων, επηρεάζει την ηλικία χρησιμοποίησης, την εμφάνιση του πρώτου οίστρου, το ποσοστό γονιμότητας και το ύψος της πρώτης γαλακτοπαραγωγής. Ο επιζητούμενος μέσος ημερήσιος ρυθμός ανάπτυξης των μοσχίδων είναι 400-500 g. Όταν ο ρυθμός αυτός είναι μικρότερος των 400g ή μεγαλύτερος των 800 g τότε επηρεάζεται δυσμενώς η γονιμότητα και η παραγωγικότητα των ζώων. Το υψηλό επίπεδο διατροφής προκαλεί επίσης δυστοκίες, λόγω του αυξημένου βάρους του μόσχου.
Για τις γαλακτοπαραγωγικές φυλές επιδιώκεται η πρώτη οχεία όχι νωρίτερα των 15 μηνών και ο πρώτος τοκετός στην ηλικία των 24 μηνών, ενώ στις κρεοπαραγωγικές φυλές ο πρώτος τοκετός σκόπιμο είναι να γίνεται στους 26-27 μήνες και οι μοσχίδες να έχουν το 90% του τελικού ΣΒ.
Η διατροφή των μοσχίδων γίνεται με σιτηρέσια ποικίλης περιεκτικότητας σε ΧΖ, ενώ αποφεύγεται η χρησιμοποίηση άχυρου κατά το πρώτο έτος της ηλικίας τους. Επειδή όμως επιδιώκεται σχετικά χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, η κατάρτιση των σιτηρεσίων για την κάλυψη των αναγκών τους (πιν.7.7. και 7.8.) μπορεί να γίνει αποκλειστικά με καλής ποιότητας ΧΖ.
Στις επίτοκες δαμάλεις η διατροφή γίνεται όπως στις επίτοκες αγελάδες γαλακτοπαραγωγής (διατροφή κατά την ξηρά περίοδο).
Πίνακας 7.7
Ημερήσιες ανάγκες μόσχων αναπαραγωγής ηλικίας 5 και 6 μηνών
ΚατηγορίαΣΒ KgΜΗΑ*gΞΟ kgΚΕΓ ΜjΠΑ**g
Αρσενικά
Εντατική εκτροφή160-23011504-522-26500-600
Κανονική160-22010004-521-25450-550
Θηλυκά130-1757503-417-20380
Πλαστικά στοιχεία (g.ημ.-1) Ca=40, Mg=5, P=20, Na=6
Ιχνοστοιχεία (mg.kg.-1) ΞΟ:Fe=30-50, Cu=8-10, Mn=50, Zn=30, Co=0,1, Se=0,15
Βιταμίνες:Α=10,000-20,000 ΔΜ, D=1,000-2,000 ΔΜ, E=20-40 mg.ημ.-1

Διατροφή ταυριδίων

Το επίπεδο διατροφής των ταυριδίων μετά τον 6O μήνα της ηλικίας τους εξαρτάται από τον τρόπο χρησιμοποίησής τους στην αναπαραγωγή. Αυτά που προορίζονται για φυσική αναπαραγωγή διατρέφονται με χαμηλότερο επίπεδο διατροφής και αποκτούν συνήθως στην ηλικία του ενός έτους ΣΒ 380 kg. Αυτά όμως που προορίζονται για τεχνητή γονιμοποίηση διατρέφονται με υψηλότερο επίπεδο για να χρησιμοποιηθούν γρηγορότερα στην αναπαραγωγή.
Η διατροφή των ταυριδίων είναι παρόμοια με εκείνη των μοσχίδων, με μόνη διαφορά την αποφυγή χρησιμοποίησης ογκωδών ΧΖ και αυτών που περιέχουν πολλά φυτοοιστρογόνα (π.χ. χόρτο μηδικής). Το άχυρο αποφεύγεται κατά κανόνα στη διατροφή των ταυριδίων, ενώ δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο ισόρροπο του σιτηρεσίου ως προς τα ανόργανα στοιχεία και τις βιταμίνες.
Πίνακας 7.8
Ανάγκες μοσχίδων γαλακτοπαραγωγικών φυλών ηλικίας 7-24 μηνών
Ηλικία σε μήνεςΖΒ KgΜΗΑ gΞΟ KgΚΕΓ ΜjΠΑ*gCa gMg gP gNa g
7175700420400458207
9240700422400458207
123007005284205010239
184105006354205010239
2450050084142050142810
Βιταμίνη Α:25,000-40,000 ΔΜ.ημ.-1, D=3,000-5,000 ΔΜ.ημ.-1, E=150-300 ΔΜ.ημ.-1
Ιχνοστοιχεία Fe:30-50, Cu=8-10, Mn=50, Zn=30, Co=0,1 mg/kg ΞΟ (ppm)
*ΣΦΠ=70%

Πάχυνση βοοειδών

Η πάχυνση αποτελεί παραγωγική διαδικασία κατά την οποία επιδιώκεται η εκμετάλλευση των αναβολικών φαινομένων του οργανισμού για παραγωγή σφαγίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς. Στα αναπτυσσόμενα ζώα, όπου το κύριο αναβολικό φαινόμενο είναι η πρωτεϊνοσύνθεση, η πάχυνση αποβλέπει κυρίως στην εξάντληση της ικανότητας του ζώου για ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος αλλά με παράλληλη εναπόθεση τόσης ποσότητας λίπους όση απαιτείται για τη βελτίωση των ιδιοτήτων του κρέατος και της γενικής εμφάνισης του σφαγίου. Το είδος αυτό της πάχυνσης καλείται κρεοπαραγωγική.
Αντίθετα, στα ενήλικα ζώα η πάχυνση στηρίζεται στη λιποσυνθετική ικανότητα του οργανισμού και γι' αυτό καλείται λιποπαραγωγική. Η λιποπαραγωγική πάχυνση αφορά κυρίως στις αγελάδες οι οποίες απομακρύνονται από την αναπαραγωγή και αποβλέπει στη βελτίωση της σωματικής τους κατάστασης προ της σφαγής. Η κρεοπαραγωγική πάχυνση διακρίνεται σε δύο είδη, την πάχυνση μόσχων γάλακτος και την πάχυνση αναπτυσσόμενων βοοειδών.

Πάχυνση μόσχων γάλακτος

Η παραγωγική αυτή διαδικασία αποβλέπει στην παραγωγή σφαγίων μικρής ηλικίας, μικρού βάρους και ειδικής ποιότητας που χαρακτηρίζονται από ομοιόμορφη επικάλυψη με λίπος, τρυφερό και λεπτόϊνο κρέας με ανοικτό χρωματισμό σάρκας και υψηλή απόδοση σε σφάγιο (65%). Ανάλογα με το βαθμό πραγματοποίησης αυτών των στόχων τα σφάγια κατατάσσονται σε ποιότητες, σε όλες όμως τις περιπτώσεις τα παραγόμενα σφάγια είναι ανώτερα από κάθε άλλη μορφή πάχυνσης.
Η παραγωγή σφαγίου γάλακτος προϋποθέτει την αποκλειστική διατροφή των μόσχων με γάλα και τη διατήρηση τους σε κατάσταση μονογαστρικού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται υψηλή πεπτικότητα του σιτηρεσίου και υψηλή απόδοση σε σφάγιο. Η χαμηλή περιεκτικότητα του σφαγίου σε Fe δημιουργεί ελαφρά αναιμία στο ζώο που εξασφαλίζει το σαρκορόδινο χρωματισμό του κρέατος. Το σύστημα αυτό πάχυνσης εφαρμόζεται κυρίως στην Δ. Ευρώπη, όπου η πάχυνση αρχίζει με αρσενικά ζώα ηλικίας 5-10 ημερών και τελειώνει όταν τα ζώα αποκτήσουν ΣΒ 230-260kg σε ηλικία 4 περίπου μηνών, με μια μέση ημερήσια αύξηση ΣΒ περί τα 1500 g. Τα ζώα αυτα διατηρούνται σε ομάδες των 4-5 ατόμων ανά κελί σε θαλάμους σκοτεινούς με διάτρητο δάπεδο. Το ρόφημα του γάλακτος, η σύνθεση του οποίου αποτελεί συνήθως μυστικό εταιριών, χορηγείται σε 2 3 γεύματα ημερησίως.

Πάχυνση αναπτυσσόμενων βοοειδών

Αποβλέπει στην εκμετάλλευση του φαινομένου της ανάπτυξης των απογαλακτισθέντων μόσχων για παραγωγή σφαγίου μεγάλου βάρους, που χαρακτηρίζεται από υψηλή απόδοση (>57%), από πλήρη ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος με ιδιαίτερη έμφαση στη διάπλαση των μυών των ωμοπλατών, της ράχης, της λεκάνης και των γλουτών και από μέτρια και ομοιόμορφη επικάλυψη με υποδόριο λίπος. Η διάρκεια της πάχυνσης ενός αναπτυσσόμενου ζώου, δηλαδή ο χρόνος που απαιτείται για να αποκτήσει ορισμένο βάρος, εξαρτάται από το ρυθμό ανάπτυξης του ζώου (ένταση πάχυνσης) και αυτός από το επίπεδο διατροφής, δηλαδή την ένταση της διατροφής. Αυξανόμενης όμως της ηλικίας του ζώου ελαττώνεται ο ρυθμός πρωτεϊνοσύνθεσης και αυξάνεται εκείνος της λιποσύνθεσης, οπότε το σφάγιο γίνεται διαρκώς πλουσιότερο σε λίπος.
Αυτό συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο διατροφής και όσο μικρότερη είναι η πρωτεϊνοσυνθετική και μεγαλύτερη η λιποσυνθετική ικανότητα του ζώου.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για την εναπόθεση 1 Κg σωματικής σάρκας, που περιέχει 230 g πρωτεΐνης, απαιτούνται 1450 ΤΜΑ, ενώ για την εναπόθεση 1kg σωματικού λίπους απαιτούνται 4.000 ΤΜΑ. Στα παραπάνω αναφερθέντα στοιχεία οφείλεται και η διαμόρφωση των αναγκών των παχυνόμενων μόσχων (πιν. 7.9). Η ποιότητα λοιπόν του τελικώς παραγόμενου σφαγίου είναι συνάρτηση:
  1. του βάρους και της ηλικίας μέχρι των οποίων γίνεται η πάχυνση,
  2. της κρεοπαραγωγικής ικανότητας του ζώου και
  3. της έντασης της διατροφής. Για την παραγωγή σφαγίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς πρέπει όχι μόνο να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω παράγοντες αλλά και να συνδυάζονται κατάλληλα, ώστε η πάχυνση να είναι οικονομική και συμφέρουσα και να εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των νομευτικών δυνατοτήτων του παραγωγού. Από το συνδυασμό αυτό προκύπτουν οι διάφορες μορφές κρεοπαραγωγικής πάχυνσης κάθε μία των οποίων απαιτεί και την πρέπουσα σ' αυτή μέθοδο διατροφής.
Πίνακας 7.9
Ημερήσιες ανάγκες παχυνόμενων μόσχων
Σωματικό βάροςΗμερήσια αύξηση σωματικού βάρους(1) σε g
12001400
(Κg)ΞΟΤΜΑ*ΠΑ*ΞΟΤΜΑ*ΠΑ*
100
1504,02526540
2005,230805556,03620580
2506,036105556,94170580
3006,741155607,84700580
3507,645805658,65185580
4008,650155659,75640580
4509,3542057510,46070590
50010,0579059511,16455605
55010,5615061011,66830620
*ΤΜΑ=Τροποποιημένες μονάδες αμύλου, **ΣΦΠ=70%
(1)Για ΜΗΑ ΣΒ 1000 g οι ανάγκες σε ΤΜΑ υπολογίζονται κατά 15% και σε ΠΑ κατά 5% λιγότερες από τις αντίστοιχες ανάγκες των 1200 g ΜΗΑ ΣΒ αντίστοιχα
Κατά την πάχυνση είναι δυνατόν να χρηοιμοποιηθεί επωφελώς το φαινόμενο της αντισταθμιστικής ανάπτυξης κατά το οποίο όταν ένα ζώο διατρέφεται κατά μία περίοδο με σιτηρέσιο ανεπαρκές για την πλήρη έκπτυξη της πρωτεϊνοσυνθετικής του ικανότητας, διατηρεί δυναμικό πρωτεϊνοσύνθεσης το οποίο εκπτύσσει σε επόμενη περίοδο όταν η διατροφή είναι αφθονότερη. Στην πράξη αυτό εφαρμόζεται για εξοικονόμηση ακριβών ζωοτροφών κατά το χειμώνα ή για αντιμετώπιση ελλειμμάτων ζωοτροφών, έχει όμως επιτυχία μόνο σε ζώα ηλικίας μεγαλύτερης των 12 μηνών, τα οποία έχουν σχηματίσει το σκελετό τους και υπό την προϋπόθεση ότι η πάχυνση θα διαρκέσει για μακρό χρονικό διάστημα ούτως ώστε να υπάρχει χρόνος αντιστάθμισης. Η μείωση του χρόνου αντιστάθμισης με ανάλογη αύξηση της έντασης της διατροφής προκαλεί αύξηση της εναπόθεσης σωματικού λίπους και είναι άσκοπη. Η αντιστάθμιση της ανάπτυξης είναι τόσο ταχύτερη όσο η διαφορά του επιπέδου διατροφής μεταξύ των δύο περιόδων είναι μικρότερη και πραγματοποιείται σε μικρότερο βαθμό όσο παρατείνεται η περίοδος υποσιτισμού.
Τα συστήματα κρεοπαραγωγικής πάχυνσης διακρίνονται σε εντατικάημιεντατικά ή εκτατικά, ανάλογα με τη φυλή των μόσχων, την ένταση πάχυνσης (ρυθμός ανάπτυξης και διάρκεια πάχυνσης) και την ένταση της διατροφής (επίπεδο διατροφής, συμμετοχή ΧΖ ή και ΣΖ). Οι παχυνόμενοι μόσχοι προέρχονται:
  • Από αγελάδες
    1. γαλακτοπαραγωγών φυλών και
    2. κρεοπαραγωγών φυλών. Στην περίπτωση αυτή οι μόσχοι θηλάζουν φυσικά το πρωτόγαλα για 2-3 ημέρες, ακολουθεί τεχνητός θηλασμός για 2 περίπου μήνες και στη συνέχεια εντατική πάχυνση στο στάβλο με ΧΖ και ΣΖ. Η διάρκεια πάχυνσης είναι 13-14 μήνες με τελικό ΣΒ κατά τη σφαγή 500-550 kg.
  • Από αγελάδες ελεύθερης βοσκής, αβελτίωτες ή διασταυρωμένες με ταύρους μη αμελγόμενες. Οι μόσχοι αυτοί διατηρούνται με τις μητέρες τους στη βοσκή μέχρι το φθινόπωρο, οπότε ακολουθεί εντατική πάχυνση στο στάβλο. Τα θηλυκά σφάζονται συνήθως σε μικρό ΣΒ (150-200 kg,), ενώ τα αρσενικά σε ηλικία 12-18 μηνών και ΣΒ 400-600 Κg, και
  • Από εισαγόμενα από το εξωτερικό ζώντα ζώα, αρχικού ΣΒ 150 έως και 400 Kg. Προέρχονται κυρίως από κρεοπαραγωγικές φυλές, παχύνονται εντατικά στο στάβλο και σφάζονται σε ΣΒ 500-650 kg. Στην περίπτωση αυτή η αρχική αξία (τιμή αγοράς) των μόσχων είναι συνήθως υψηλή και το κέρδος της εκμετάλλευσης πολύ περιορισμένο, γιατί όσο μεγαλύτερο είναι το αρχικό ΣΒ των μόσχων κατά την έναρξη της πάχυνσης τόσο περισσότερο ασύμφορη είναι η πάχυνση λόγω της αύξησης του συντελεστή εκμετάλλευσης του σιτηρεσίου.

Βιβλιογραφία

  1.  "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου